-
1 ἐπιπλέκω
2. bind, αὐχένα δεσμῷ ib.18.189; bind upon, ταρσῷ γυιοπέδην ib.36.365:—[voice] Pass., Luc.Cont.16.II. metaph., interweave, combine,αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι Arist.Rh.Al. 1438b5
; τὸδιὰ τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἐπιπλέξαι Aristid.Rh.2p.544S.
; ἐ. ἑαυτοὺς ταῖς προσόδοις concern themselves with, PTeb.6.39 (ii B.C.):—[voice] Pass.,τὰς ἐπιβολὰς τὰς Ἀννίβου ταῖς.. πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι Plb.4.28.2
, cf. Luc.Dem.Enc.8; τοῖς Ἕλλησιν ἐ. to have dealings with.., Str.14.2.28;ξένοις ἐπιπλᾰκέντες ἔθεσιν J.AJ8.7.5
; also, to have sexual intercourse with, Posidon.36 J., D.S.36.2a; ἐπιπεπλεγμένος mixed, Gal. Sect.Intr.6; complex,πυρετοί Id.7.432
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπλέκω
См. также в других словарях:
επιπλέκω — (Α ἐπιπλέκω) περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω νεοελλ. (για αρρώστια) προκαλώ επιπλοκές, χειροτερεύω αρχ. 1. πλέκω πάνω σε κάτι, προσθέτω πλέκοντας 2. δένω, δεσμεύω 3. συνδυάζω, συνδέω («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», Αριστοτ.) 3.… … Dictionary of Greek